ψίχαλο

ψίχαλο
το, Ν
ψίχουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. -αλο (πρβλ. ρόπ-αλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψίχαλο — ψίχαλο, το και ψίχουλο, το 1. τρίμμα ψωμιού. 2. πολύ μικρή ποσότητα από ένα σύνολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάχαλο — το, Ν κομματάκι άχυρο ή ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ψάχαλο < ψίχαλο] …   Dictionary of Greek

  • ψιχάλα — η, Ν 1. ψιλόβροχο 2. σταγόνα ψιλής βροχής («έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών ψεκάδα «σταγόνα» και ψίχαλο / ψίχα] …   Dictionary of Greek

  • ψίχουλο — το βλ. ψίχαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιχίο — το 1. ψίχαλο. 2. πολύ μικρή ποσότητα: Εργάζεται τόσο σκληρά σ αυτόν και παίρνει ψιχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”